- πώποτ'
- πώποτε , πώποτεever yetindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάλλον — (AM μᾱλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον) επίρρ. 1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.) 2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ου πώποτε — οὐ πώποτε ή οὐπώποτε (ΑΜ, Α δωρ. τ. οὐπώποκα) επίρρ. καμιά φορά ώς τώρα («οὐ πώποτ εἶπον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek